- ιλαστήριος
- -α, -ο (ΑΜ ἱλαστήριος, -ον θηλ. και -ία) [ιλάσκομαι]1. εξιλαστήριος, εξιλαστικός, εξευμενιστικός2. το ουδ. ως ουσ. ιλαστήριο(ν) (ενν. ανάθημα)κάτι που προσφέρεται προς εξιλέωση, μέσο εξιλασμούαρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱλαστήριοντο κάλυμμα τής κιβωτού στα άγια τών αγίων2. φρ. «ἱλαστήριον ἐπίθεμα» — το ιλαστήριον3. μοναστήρι.
Dictionary of Greek. 2013.